αχειρούργητος

αχειρούργητος
-η, -ο (Α ἀχειρούργητος, -ον)
νεοελλ.
(για ασθενείς) αυτός που δεν έχει ακόμη χειρουργηθεί
αρχ.
ο αχείρωτος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ἀχειρούργητον — ἀχειρούργητος masc/fem acc sg ἀχειρούργητος neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ανεγχείρητος — η, ο (Μ ἀνεγχείρητος, ον) νεοελλ. αυτός που δεν έχει ακόμη υποβληθεί σε εγχείρηση, ο αχειρούργητος μσν. εκείνος τον οποίο δεν μπορεί κανείς να επιχειρήσει, να αναλάβει …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”